πολύσπερμα

πολύσπερμα
πολύσπερμος
abounding in seed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… …   Dictionary of Greek

  • ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα …   Dictionary of Greek

  • ολιγόσπερμος — και λιγόσπερμος, η, ο (Α ὀλιγόσπερμος, ον) αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αλισματίδες — (alismaceae). Οικογένεια ελόβιων μονοκότυλων. Περιλαμβάνει φυτά υδροχαρή, ποώδη, λεία, με φύλλα μακρόμισχα που φέρουν κολεό. Έχει άνθη ακτινωτά, αρσενικά και θηλυκά μαζί, που έχουν τρία σέπαλα και τρία πέταλα. Ο καρπός τους είναι συγκάρπιο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”